πελανος

πελανος
    πέλανος
    πέλᾰνος
    ὅ
    1) жертвенный пирог
    

(πέλανον θύειν Aesch., Eur.)

    2) жертвенное возлияние
    

(χεῖν τὸν πέλανον ἐν τύμβῳ Aesch.)

    3) густая влага
    

(ἐρυθρὸς ἐκ μελέων π. Aesch.)

    στόματος ἀφρώδης π. Eur. — пена на устах


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πελανος" в других словарях:

  • πελανός — any thick liquid substance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλανος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανός — και πέλανος, ό, Α 1. κάθε πυκνόρρευστο υγρό, όπως, λ.χ. το λάδι και β) το πηχτό αίμα («ῥοφεῑν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πελανόν», Αισχύλ.) 2. παχύρρευστο μίγμα από αλεύρι, μέλι και λάδι, το οποίο έχυναν ή έκαιγαν στους βωμούς ως προσφορά στους θεούς 3.… …   Dictionary of Greek

  • πελανοῖσι — πελανός any thick liquid substance masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανοί — πελανός any thick liquid substance masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανοῦ — πελανός any thick liquid substance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανούς — πελανός any thick liquid substance masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανῶν — πελανός any thick liquid substance masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελανόν — πελανός any thick liquid substance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάνοις — πέλανος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάνοισι — πέλανος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»